βιβλιαφόρος

βιβλιαφόρος
βιβλιαφόρος
letter-carrier
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βιβλιαφόρος — βιβλιαφόρος, ον (Α) βλ. βιβλιοφόρος …   Dictionary of Greek

  • βιβλιαφόρον — βιβλιαφόρος letter carrier masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλιαφόρους — βιβλιαφόρος letter carrier masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλιαφόρων — βιβλιαφόρος letter carrier masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοφόρος — και βιβλιαφόρος, ο (Α) ο γραμματοκομιστής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”